ἐπιτηδεοτάτας

ἐπιτηδεοτάτας
ἐπιτηδεοτάτᾱς , ἐπιτήδειος
made for an end
fem acc pl
ἐπιτηδεοτάτᾱς , ἐπιτήδειος
made for an end
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”